κινερίνες

κινερίνες
χημ. κοινή ονομασία δύο οργανικών ενώσεων οι οποίες χρησιμοποιούνται για την παρασκευή εντομοκτόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cinerins < λατ. cinis, -eris «στάχτη» + κατάλ. -in / -ins].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”